1821: Τότε που έλαβαν τα όνειρα εκδίκηση

Γ. Μ. Ζησιμόπουλος

Γεωργίου Νάζου 36 11145 Αθήνα

Η αντίληψη που είχαν διαμορφώσει για τον κόσμο οι Τούρκοι στην κοιτίδα τους, η οποία ως γνωστόν ευρισκόταν στην κεντρική Ασία και η οποία στους θρύλους τους ανα-φέρεται με το όνομα «Κόκκινη Μηλιά», ήταν πολύ απλή.
Σύμφωνα με αυτήν ο κόσμος αποτελούσε ένα δίπολο στο ένα μέρος του οποίου υπήρχαν οι άνθρωποι και στο άλλο τα ζώα που συμμετείχαν στην παραγωγή των αγαθών, είτε αμέσως όπως τα πρόβατα είτε εμμέσως όπως οι σκύλοι και τα άλογα. Δημιουργήθη-καν δε από το Θεό ακριβώς γι’ αυτό το λόγο.
Όταν μετακινήθηκαν δυτικά, μαζί με όλα τα άλλα έφεραν μαζί τους και την περί κόσμου αντίληψη αυτή, με τη διαφορά ότι στη θέση των προβάτων και των άλλων ζώων τοποθέτησαν τώρα τους λαούς τους οποίους κατακτούσαν. Κύρια πάντως ασχολία τους εθεωρούσαν ο,τιδήποτε είχε σχέση με τις πολεμικές δραστηριότητες. Νομάδες οι ίδιοι, δεινοί αναβάτες και άριστοι τοξότες δεν ήταν δυνατόν να δουν τον κόσμο έξω από το δίπολο αυτό και να φανταστούν τους εαυτούς τους να ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός από τον πόλεμο τον οποίο θεωρούσαν τη μόνη άξια για ανθρώπους ασχολία. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος μας λέγει επ’ αυτού ότι επειδή στην ειρήνη δεν έκαμναν τίποτε άλλο από το να απολαμβάνουν τα κέρδη του πολέμου «είχον αναπόδραστον ανάγκην υπηκόων εργαζομένων και φορολογουμένων τοιούτοι δε δεν ήτο δυνατόν να είναι ειμή οι Χριστια-νοί.»
Η δικαιολογητική βάση μιας τέτοιας άποψης ήταν ότι όλοι οι άλλοι λαοί δημιουρ-γήθηκαν από το θεό αποκλειστικά και μόνο για να υποταχθούν σε αυτούς και να γίνουν εν καιρώ τα δίποδα πρόβατα των Τούρκων. Οι γηγενείς λοιπόν με την υποδούλωσή τους έχαναν την έτσι κι’ αλλιώς ανύπαρκτη ή έστω προσωρινή ανθρώπινη ιδιότητά τους και μετέπιπταν στην φυσική τους σύμφωνα με τους Τούρκους κατάσταση, αυτή δηλαδή του, έστω και ανθρώπινου, ποιμνίου. Η χρήση του περιληπτικού ονόματος ρ(ε)αγιά που ση-μαίνει ακριβώς το μέλος ενός όχι ελεύθερου (άγριου δηλαδή και ανυπότακτου, αυτοκα-θοριζόμενου τελικά) αλλά υποταγμένου κοπαδιού, που ήταν ο ίδιος που χρησιμοποιούσαν και για τα πρόβατά τους είναι δηλωτική της ορθότητας αυτού του ισχυρισμού.
Οι λαοί οι οποίοι δεν είχαν ακόμα κατακτηθεί, εθεωρούντο εν δυνάμει ρ(ε)αγιά. Η εξέλιξη αυτή δηλαδή, δεν ήταν τίποτε άλλο από την αποκατάσταση της φυσικής αρμονί-ας, δεδομένου ότι ο Θεός είχε κάνει ικανούς να είναι κύριοι, αυτοί μόνοι, όλων των άλ-λων λαών. Πέραν τούτου όμως με το να θεωρούν ότι οι πόλεμοί τους γινόταν σε εκτέλεση της θείας θέλησης, είχαν υποβάλει ή επιβάλει την άποψη ότι κάθε αντίσταση εκ μέρους των ντόπιων πληθυσμών ή προσπάθεια για απελευθέρωσή τους ήταν αυτόχρημα και βλα-σφημία.
Έτσι λοιπόν όπως ο βοσκός δεν λογοδοτεί στα πρόβατα για την οποιαδήποτε από-φασή του, έστω και αν τα αφορά άμεσα, το ίδιο και οι Τούρκοι δεν αισθάνθηκαν ποτέ την ανάγκη να πράξουν κάτι τέτοιο μπροστά στο ανθρώπινό τους ποίμνιο.
Ενδιαφέρον έχει ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του κύριου υπεύθυνου για τις σφαγές της Χίου το 1822 Βαχίτ Πασά, σύμφωνα με την οποία, η ζωή ενός απίστου άρα και ραγιά είναι κάτι τι το αμελητέο.
«Το ιερόν νομικόν βιβλίον του Ιμάμ Σερχουσνή» μας λέει ο Βαχίτ «αναφέρει ότι η αποτομή ξύλου και λάρυγγος ανθρωπίνου διαφέρουσιν άλλ’ όχι εν περιπτώσει λάρυγγος γκιαουρικού…».
Η εικόνα εν τούτοις την οποία παρουσίαζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μάτια του ανυποψίαστου ξένου ήταν το ίδιο ειδυλλιακή με αυτή του κοπαδιού σε μια πλαγιά όπως τη βλέπει ο ταξιδιώτης από τα παράθυρα του τραίνου.
Η πραγματικότητα βέβαια ήταν εντελώς διαφορετική.
Μελετώντας πράγματι από κοντά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα διαπιστώναμε ότι ήταν ένα πονηρό σύστημα, του οποίου η «πονηρία» εντοπιζόταν ακριβώς στο ότι σε αντίθεση με την πραγματική του φύση έδινε την εντύπωση της οιονεί ομοσπονδίας ανε-ξάρτητων μεταξύ τους φυλών, οι οποίες ζούσαν σε ένα είδος «Ουτοπίας», με μια πρωτό-γνωρη όσο και ιδανική σύμπνοια και ανοχή μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα βεβαίως εκείνη που είχε αρχηγό της απόγονο του οίκου του Οσμάν, κυριαρχούσε σε όλες τις υπό-λοιπες, τις οποίες μάλιστα αντιμετώπιζε όπως ακριβώς ο βοσκός το ποίμνιό του.
Όπως συμβαίνει δε με το κοπάδι των προβάτων, που αν κάποιο από αυτά είναι «α-πείθαρχο», δεν παράγει την προσδοκώμενη ποσότητα ή ποιότητα του προϊόντος ή ακόμα όταν αρρωστήσει, θανατώνεται, το ίδιο γινόταν και με το ανθρώπινο ποίμνιο, όποτε εθε-ωρείτο ότι έβγαινε έξω από τα όρια που μονομερώς είχαν θέσει οι ίδιοι οι Τούρκοι. Κάθε συμπεριφορά τους έναντι των ρ(ε)αγιάδων ήταν αποδεκτή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ετίθετο σε κίνδυνο η παραγωγικότητα του κοπαδιού.
Ο ίδιος Βαχίτ Πασάς πριν ακόμα τελειώσουν οι σφαγές εξορίστηκε όχι για τη γε-νοκτονία που διέπραξε αλλά επειδή ξεπερνώντας κάθε όριο αχρήστεψε πλήρως την πα-ραγωγικότητα του κοπαδιού στη Χίο. Οι υψηλές πρόσοδοι από το νησί – θυμίζουμε μόνο το μοναδικό παγκοσμίως μαστήχι και τα εσπεριδοειδή του Κάμπου – πήγαιναν στην α-δελφή του Σουλτάνου Εσμέ η οποία αγανακτισμένη από τις επιπτώσεις που είχε στα εισο-δήματά της η απώλεια τόσων ανθρώπων, έπεισε τον αδελφό της να τιμωρήσει τον υπαίτιο της καταστροφής και να χορηγήσει αμνηστία σε όσους διασώθηκαν.
Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς το βασικό στοιχείο του κοπαδιού, σε αντίθεση με την αγέλη, είναι ότι αυτό ετεροκαθορίζεται. Το πού θα μεταβεί για να αναζητήσει τροφή, ποια θα είναι η τροφή αυτή, ακόμα και ποιο από τα μέλη του θα τεθεί επικεφαλής, αποφασίζε-ται από κάποιο κέντρο το οποίο ευρίσκεται έξω από αυτό. Τον ποιμένα, δηλαδή ή τον ιδιοκτήτη του κοπαδιού. Και στη μία περίπτωση και στην άλλη όλα είναι υπό αίρεση ή για να το πούμε αλλιώς το ποίμνιο, ανθρώπινο ή όχι ευρίσκεται σε συνθήκες πλήρους αλ-λοτρίωσης.
II.
Οι προηγούμενοι από τους Οθωμανούς Τούρκοι μετά από τη μόνιμη εγκατάστασή τους στις βυζαντινές επαρχίες ήλθαν σε επιμειξία με τους τοπικούς πληθυσμούς, και αφο-μοιώθηκαν από αυτούς. Οι Σελτζούκοι για παράδειγμα κατέληξαν να αποκαλούν τους εαυτούς τους Ρουμ (Ρωμαίους) τη σπουδαιότερη δε επαρχία τους «Βιλαγιέτ-ι Γιουνανί» (Ελληνική επαρχία, δηλαδή Ελλάδα) και το ίδιο το κράτος τους Σελτζουκικό Ρωμαϊκό Κράτος.
Πολύ νωρίς οι Οθωμανοί, κατάλαβαν ότι για να αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη και να επιτύχουν εκεί όπου απέτυχαν οι άλλοι, έπρεπε να κρατηθούν σε όσο γινόταν μεγαλύ-τερη απόσταση από τους κατακτημένους. Συγκεκριμένα τόση, όση είχαν οι βοσκοί από τα ζώα τους, με τα οποία μπορεί να κατοικούσαν στον ίδιο χώρο (ίσως ακόμα και κάτω από την ίδια στέγη) σε καμιά όμως περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να έχουν τα ίδια με αυ-τούς δικαιώματα ούτε βεβαίως να αποφασίζουν αυτά για την τύχη τους. Ακόμα το είδος της επικοινωνίας μεταξύ των ιδίων και των υποδούλων έπρεπε να καθορίζεται μόνο από το βαθμό κατά τον οποίο εξυπηρετούντο τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις τους. Και αυτό ακριβώς έπραξαν. Δημιούργησαν δηλαδή ένα κρατικό μόρφωμα, του οποίου κύριο χα-ρακτηριστικό ήταν η έντονη πόλωση ή αλλιώς η ελάχιστη εντροπία.
Προκειμένου όμως ένα τέτοιο, εξ ορισμού, ασταθές σύστημα να επιβιώσει, θα πρέ-πει να έχει αναπτύξει ειδικούς επί τούτου μηχανισμούς, και μάλιστα τόσο περισσότερο καταπιεστικούς όσο μεγαλύτερη αστάθεια έχει, όσο πιο πολλές εντάσεις δηλαδή τελικά αυτό περικλείει. Για το λόγο αυτό, για να αποφευχθεί δηλαδή η εκ των έσω καταστροφή του, είχαν πράγματι αναπτύξει ένα πλήθος, ή μάλλον ένα πλέγμα από τέτοιους μηχανι-σμούς με αποτέλεσμα να έχει επιβληθεί τελικά ένα καθεστώς φόβου και επιφυλακτικότη-τας στο οποίο όλοι παρακολουθούσαν όλους και όπου ο κάθε ένας υποπτευόταν τους πά-ντες.
Η καθιέρωση από τον Μωάμεθ τον Πορθητή του συστήματος των μιλλέτ, ήταν ένα από τα μέτρα αυτά. Επικεφαλής του κάθε μιλέτ, που ήταν θρησκευτική και όχι εθνική κοινότητα, τοποθέτησε τον Μιλέτ μπασί, ο οποίος για αυτό των Ρωμιών ήταν ο Πατριάρ-χης. Έτσι και η διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας έγινε αν όχι εφικτή, πάντως ευκολότε-ρη αλλά και η κυριαρχία του στους υπόδουλους παγιώθηκε.
Στο τέλος όμως κατέληξε να γίνει η βασική αιτία της κατάρρευσής της. Η ιεράρχη-ση των μιλέτ μεταξύ τους τα οποία έβλεπαν αυτά που ήταν σε κατώτερη θέση σαν ρ(ε)αγιά, δημιουργούσε εντάσεις. Η διαιώνιση των εντάσεων αυτών στο σώμα της, και η επιφυλακτικότητα αν όχι απροκάλυπτη έχθρα μεταξύ των μιλέτ που την αποτελούσαν, εμπόδισε να εμφανιστεί κάποιου είδους όσμωση μεταξύ των πληθυσμών της και η δη-μιουργία μιας νέας ποιοτικά ανώτερης οντότητας, ως αποτέλεσμα ενός, αναπόφευκτου σε άλλες συνθήκες, πολιτιστικού και φυλετικού συγκρητισμού. Με τη βίαιη στο τέλος ανά-δυση των εθνικισμών των επιμέρους μιλέτ, και του Τουρκικού στο τέλος με το κίνημα των Νεοτούρκων και όλα όσα γεγονότα το ακολούθησαν, η Αυτοκρατορία διαλύθηκε.
III.
Οι υπόδουλοι λοιπόν ζούσαν σε ένα περιβάλλον πλήρους αλλοτρίωσης. Δεν τους επιτρεπόταν τίποτα και όπως είπαμε εθεωρούντο κάτι αντίστοιχο με τα ζώα. Δεν είχαν κανένα δικαίωμα έναντι των Τούρκων και το να λεχθεί ότι «ήταν δεύτερης κατηγορίας υπήκοοι σε βαθμό που ο πρώτος στην τάξη μη μουσουλμάνος (μη Τούρκος δηλαδή) να έπεται του τελευταίου στην κοινωνική ιεραρχία μουσουλμάνου» δεν αποτελεί υπερβολή, αλλά εκφράζει ακριβώς αυτήν την πραγματικότητα Το πάθημα του Φαναριώτη άρχοντα Αλεξάνδρου Σούτζου τον οποίο μια αντιδικία με κάποιους Τούρκους εργάτες ναυπηγείου τον οδήγησε τελικά στο ικρίωμα και μάλιστα με απόφαση του ίδιου του Σουλτάνου Ο-σμάν του Γ’ είναι χαρακτηριστικό.
Οι ρ(ε)αγιά ευρισκόταν στον απόλυτο ζόφο και απλώς επιβίωναν. Η επιβίωση ό-μως μόνη της δεν είναι ποτέ αρκετή για κάποιον που θέλει όχι μόνο να λέγεται αλλά και να είναι Άνθρωπος. Το μεγάλο ζητούμενο το οποίο και τον διαφοροποιεί από τα ζώα εί-ναι η δυνατότητά του να ζει. Να ταυτίζεται δηλαδή με τις πράξεις του και να μην είναι ή να μην αισθάνεται ξένος με αυτές. Να δημιουργεί και να μην διεκπεραιώνει.
Τα πρόβατα και τα άλλα ζώα παρά το γεγονός ότι είναι πλήρως αλλοτριωμένα δεν καταλαβαίνουν την κατάστασή τους.
Δεν έχουν την αίσθηση του χρόνου αλλά και δεν μπορούν να εντοπίζουν τη σχέση αιτίου και αιτιατού που ενδέχεται να υπάρχει μεταξύ των διαφόρων γεγονότων. Στους ανθρώπους αντίθετα που και την ύπαρξη σχέσεων είναι σε θέση να διαπιστώσουν έστω και εσφαλμένα, αλλά και αίσθηση του χρόνου έχουν, η αλλοτρίωση είναι εντοπίσιμη έστω και με διαφορετική ένταση αλλά και ποιότητα από τον κάθε ένα, όσο χαμηλά και αν βρί-σκεται αυτός στην όποια κοινωνική διαστρωμάτωση. Έχουν μνήμη, αίσθηση της εκάστο-τε πραγματικότητας και βεβαίως στέκονται αμήχανοι ίσως και φοβισμένοι μπροστά στο μέλλον. Το παρελθόν είναι εξ αντικειμένου αδύνατον να το επηρεάσουν. Το παρόν βρί-σκεται σε εξέλιξη και τις περισσότερες φορές είναι αργά για οποιαδήποτε αλλαγή. Μένει το μέλλον, το οποίο νοιώθουν ότι είναι δυνατόν και ότι πρέπει, να το καθορίσουν. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να έχουν τη δυνατότητα αυτή, που όμως στην περίπτωση των ρ(ε)αγιά τους είχε αφαιρεθεί, και δεν υπήρχε πλέον ούτε καν ως ψευδαίσθηση.
Προϋπόθεση για να επηρεάσουμε τις εξελίξεις είναι να τις σχεδιάσουμε, και πριν από αυτό να τις έχουμε φανταστεί. Να έχουμε σκεφτεί δηλαδή το πώς θα θέλαμε να είναι η πραγματικότητα που έρχεται. Η άμεση, αυτή που θα λέγαμε ότι τη βιώνουμε κατάσαρ-κα αλλά και η γενικότερη. Η σκέψη και έννοια μας για το μέλλον σημαίνει ότι κάνουμε υποθέσεις για την πορεία των γεγονότων, και ότι μελετούμε τις επόμενες κινήσεις μας ώστε η πορεία αυτή να απέχει όσο γίνεται λιγότερο από τις επιδιώξεις μας. Για να το πούμε αλλιώς σημαίνει ότι κάνουμε όνειρα για το μέλλον. Κανένας όμως από εκείνους που αισθάνονται ότι δεν τους ανήκει αυτό δηλαδή είναι χωρίς προοπτική, δεν είναι σε θέση και να ονειρευτεί. Και αν το κάνει αντί να λυτρώνεται υποφέρει περισσότερο γιατί επιβεβαιώνεται κάθε φορά το αδιέξοδό του.
Στην περίπτωση αυτή μια λύση τους μένει. Η άρση του αδιεξόδου. Και υλοποιείται αυτή μέσω μιας και μοναδικής διαδικασίας που δεν είναι άλλη από ό,τι λέμε Επανάσταση. Το τελικό ζητούμενο όλων ανεξαιρέτως των Επαναστάσεων είναι ακριβώς η Ελευθερία όσων τις πραγματοποιούν. Ελεύθερος δεν μπορεί να οριστεί κάποιος αν του έχει αφαιρε-θεί ή αν ο ίδιος έχει παραχωρήσει τη δυνατότητα να ονειρεύεται. Όνειρα τελικά και Ελευ-θερία είναι έννοιες ταυτόσημες. Το ίδιο και η Ελπίδα.
IV.
Η Επανάσταση στις 25 του Μάρτη, απλώς εκδηλώθηκε. Η αφετηρία της εντοπίζε-ται στις 30 του Μάη του 1453. Το 1821 τα επί αιώνες ανεκπλήρωτα Όνειρα ορθώθηκαν μπροστά στους Ρωμιούς που η παιδεία, τους είχε εν τω μεταξύ ξανακάνει Έλληνες και απαίτησαν από αυτούς να πάψουν να είναι τα αντικείμενα και να γίνουν τα υποκείμενά των εξελίξεων. Να πάψουν να είναι υπήκοοι και να γίνουν επί τέλους πολίτες. Να ανα-κτήσουν τις Ανθρώπινες ιδιότητές τους και να λάβουν έτσι αυτά την εκδίκησή τους.
Για το αν με την Επανάσταση του 1821 τα Όνειρα πράγματι εκδικήθηκαν ή αν η ίδια εκφυλίστηκε σε εφιάλτη, είναι κάτι που για ορισμένους παραμένει ζητούμενο. Αναμ-φισβήτητο όμως είναι και γεγονός, ότι όλοι όσοι τότε ανταποκρίθηκαν στην απαίτηση των Ονείρων έδρασαν όπως αρμόζει σε Ανθρώπους πράγματι Ελεύθερους, έστω και αν η συγκυρία το έφερε να γεννηθούν σκλάβοι. Το χάλκεον του φόβου μπροστά στις εξελίξεις χέρι, δεν το αισθάνθηκαν. Και αν συνέβη αυτό δεν τους εμπόδισε να προχωρήσουν. Τους απέτρεψε αντίθετα να κάνουν πίσω. Τους φόβιζε περισσότερο η χωρίς Όνειρα νύχτα που πέρασαν. Ή ακόμα η συσσώρευση τόσων Ονείρων που επί αιώνες έμεναν ανεκπλήρωτα.
Αυτό που απομένει σε εμάς τους απογόνους αλλά και επιγόνους τους είναι η επιδί-ωξη μας να αναδειχτούμε κάρρονες εκείνων. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι «τα μάτια της ψυχής μας» να τα έχουμε «ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα» ώστε το κάλεσμα της εκάστοτε Ιστορικής συγκυρίας να μας βρει σε αντιστοιχία με τη σοβαρότητά της. Μα μην είμαστε δηλαδή σαν τη Γυναίκα της Ζάκυνθος του Σολωμού άλλα ούτε και όπως οι προσκυνημέ-νοι τους οποίους απείλησε με «φωτιά και τσεκούρι» ο Κολοκοτρώνης. Αυτό είναι άλλω-στε το καθήκον μας.
Την απάντηση όμως στο ερώτημα αν ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμα αυτό δεν εί-ναι δυνατόν να τη δώσουν παρά μόνον οι επόμενοι από εμάς.-