Δελτίο Τύπου για το Ρουκετοπόλεμο

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, ο Δήμος της Χίου έχει έγκαιρα λάβει τα συνήθη μέτρα που σχετίζονται με το ρουκετοπόλεμο. Ωστόσο, οι εξώδικες επιστολές και οι απειλές μηνύσεων προς κάθε κατεύθυνση, δείχνουν ότι ορισμένα μέλη της τοπικής κοινωνίας του Βροντάδου δεν είναι πλέον ανεκτικά στη συνέχιση ενός εθίμου, με τη μορφή που αυτό έχει λάβει τα τελευταία χρόνια.

Η χθεσινή ανακοίνωση των “ρουκετατζήδων” δείχνει την αγανάκτηση των ανθρώπων, που ξεκινώντας από το μεράκι των γονιών τους βρίσκονται στο επίκεντρο μιας υπερμεγεθυμένης, επί πολλά χρόνια, κατάστασης, χωρίς την απαραίτητη θεσμική κατοχύρωση. Αυτή η έλλειψη κατοχύρωσης τούς αφήνει εκτεθειμένους έναντι των συμπολιτών τους άλλα και το κυριότερο, έναντι του Νόμου.

Διαβλέποντας αυτό, ο Δήμος Χίου, ως ένας από τους θεματοφύλακες της τοπικής μας παράδοσης, έχει εδώ και πολλούς μήνες κάνει ενέργειες με την προοπτική της νομιμοποίησης και θεσμοθέτησης, οι οποίες όμως, δεν έχουν λάβει ακόμη την νομοθετική ανταπόκριση που περιμένει η κοινωνία της Χίου.

Είναι σαφές και γνωστό ότι δεν υπάρχει το θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο το οποίο να δίνει στον Δήμο την αρμοδιότητα να καταστεί ο ίδιος διοργανωτής του εθίμου αυτού και να μπορέσει με αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσει την συνέχιση του εθίμου, την ελαχιστοποίηση των ζημιών που υφίστανται οι περίοικοι και την εξάλειψη των κινδύνων.

Ο Δήμος Χίου λοιπόν λαμβάνει γενικά μέτρα προφύλαξης προκειμένου να μειωθούν οι πιθανότητες ατυχημάτων. Η ανάγκη λήψης των παραπάνω μέτρων, εκ μέρους του Δήμου, είναι πιο επιτακτική εφέτος, καθώς μεγάλο μέρος του κρατικού μηχανισμού απασχολείται με το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα.

Ο ρουκετοπόλεμος στο Βροντάδο είναι ένα έθιμο με ειδικά χαρακτηριστικά και τεράστια απήχηση, το οποίο όμως πρωτίστως αφορά την ίδια την τοπική κοινωνία, η οποία προσπαθεί σταδιακά να το επαναφέρει στην κλίμακα και την αυθεντικότητα που έχει εμπνεύσει γενιές.

Οι ενέργειες τις οποίες έχει προτείνει ο Δήμος για τη θεσμική επίλυση του ζητήματος πρέπει να προχωρήσουν άμεσα, κατ’ αρχήν σε νομοθετικό επίπεδο και στη συνέχεια σε τοπικό και διαχειριστικό, προκειμένου ένα έθιμο με ιστορικό βάθος να λάβει την κατοχύρωση και τη συνέχιση που του αξίζει σε μια σύγχρονη κοινωνία.